μυθομανία

μυθομανία
η
ιατρ. ιδιοσυγκρασιακή τάση για πλάσιμο ψευδών και μυθευμάτων, τής οποίας διακρίνονται, σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό της, τρεις τύποι, η ματαιόδοξη, η κακεντρεχής και η διεστραμμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ. mythomanie (< μύθος + -μανία < -μανής < μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυθομανία — η παθολογική τάση στο να επινοεί κάποιος φανταστικές ή πλαστές διηγήσεις: Με τη μυθομανία του κατάφερνε να εντυπωσιάζει τις γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθομανιακός — ή, ό [μυθομανία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθομανία («μυθομανιακή συμπεριφορά») …   Dictionary of Greek

  • μυθομανής — ές αυτός που πάσχει από μυθομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”